Της Λουίζας Βογιατζή
Συμβουλευτική ψυχολόγος
Οι διακοπές φτάνουν στο τέλος τους. Για τους περισσότερους μεγάλους έχουν ήδη τελειώσει, για τους μικρούς μένουν ακόμη λίγες μέρες για να αρχίσει το «πρόγραμμα».
«Καιρός ήτανε», «τέλειωσαν τα ψέματα», «καλή η τεμπελιά, αλλά να μην την πολυσυνηθίζουν», λένε πολλοί από τους μεγάλους και σαν να δείχνουν ανακουφισμένοι που τα παιδιά ξαναμπαίνουν σε μια πιο ελεγχόμενη κατάσταση, σαν να θέλουν να τους υπενθυμίσουν ότι δεν πρέπει να παρααφήνονται στη χαλαρή και ελεύθερη αίσθηση των διακοπών, της «πολυτέλειας» τού «όλη μέρα παιχνίδι». Τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν να είναι πειθαρχημένα, να αξιοποιούν τον χρόνο τους, να κάνουν πράγματα χρήσιμα, παραγωγικά, ωφέλιμα. Το μόνο που παραμένει αμφισβητήσιμο είναι η άποψη ότι όλα αυτά μπορούν να υποκαταστήσουν εκείνο που συνήθως στερούν από το παιδί: την ευκαιρία να παίξει, τον χρόνο για παιχνίδι.
Τι χρειάζονται πραγματικά τα παιδιά;
Οι γονείς, που έχουν αδιαμφισβήτητα τις καλύτερες προθέσεις, θέλουν να «εξοπλίσουν» τα παιδιά τους με τον πιο πλήρη τρόπο, για να είναι έτοιμα και ικανά να αντιμετωπίσουν τη ζωή και να ευτυχήσουν. Με αυτό το σκεπτικό τα περισσότερα παιδιά τα περιμένει με την καινούργια σχολική χρονιά ένα πρόγραμμα «βαρβάτο», γεμάτο «ωφέλιμες» δραστηριότητες: σχολείο φυσικά, μαθήματα, ξένες γλώσσες, αθλητικές, καλλιτεχνικές και παιδαγωγικές δραστηριότητες.
Όλα αυτά αξιολογούνται από τους γονείς ως «σοβαρά και αναγκαία», σε αντίθεση με το παιχνίδι, που θεωρείται δευτερεύουσας σημασίας, όχι ιδιαίτερα χρήσιμο, απαραίτητο μόνο για να «ξεδίνουν» λίγο τα παιδιά, και άρα «δεν έγινε και τίποτα» αν δεν τους δίνεται και τόσο συχνά η ευκαιρία να παίζουν.
Μπορεί αυτά να ακούγονται υπερβολικά και σίγουρα πολλοί γονείς θα διαμαρτυρηθούν, λέγοντας ότι τα παιδιά τους παίζουν όλη τη μέρα, ότι την ώρα που θα έπρεπε να μελετούν χάνουν την ώρα τους παίζοντας και χαζολογώντας και ότι εν πάση περιπτώσει υπάρχουν και τα Σαββατοκύριακα και οι διακοπές για να παίζουν.
Και δε θα έχουν άδικο, γιατί ο ρόλος τους ως γονιών είναι να φροντίζουν για την εξασφάλιση των αναγκαίων αγαθών, για την τήρηση κανόνων και πειθαρχίας στη ζωή του παιδιού τους και να μεριμνούν για όσα αυτό χρειάζεται για να αντεπεξέλθει στις ευθύνες της μελλοντικής ενήλικης ζωής του. Δεν εμπίπτει στα παραδοσιακά καθήκοντα των γονιών να ασχολούνται με το παιχνίδι των παιδιών παρά μόνο για να το περιορίζουν, να το ελέγχουν ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, να το παρακολουθούν ως θεατές, αν έχει π.χ. τη μορφή αγωνίσματος.
Μπορεί βέβαια να αναρωτηθεί κανείς γιατί τέτοια εμμονή με το παιχνίδι, εφόσον όλα αυτά που κάνουν τα παιδιά αποσκοπούν στο δικό τους καλό, είναι δημιουργικά, επιμορφωτικά και τόσο καλά σχεδιασμένα, ώστε να τους προσφέρουν το μεγαλύτερο κέρδος με τον πιο ευχάριστο τρόπο. Τι άλλο χρειάζεται ένα παιδί για να αναπτυχθεί σωστά;
Το πολύτιμο παιχνίδι
O διαρκώς αυξανόμενος αριθμός παιδιών και εφήβων με ψυχικές και ψυχοσωματικές διαταραχές, μαθησιακές δυσκολίες, κινητικά προβλήματα, νευρικότητα, άγχος, επιθετικότητα δεν μπορεί παρά να μας αναγκάζει να αμφισβητούμε το πόσο καλά, ωφέλιμα και επαρκή είναι όλα αυτά, που με τόση περίσκεψη έχουν μελετηθεί και επιλεγεί για το καλό τους. Και μας κάνουν να αναρωτηθούμε μήπως ο «μεγάλος χαμένος», το ελεύθερο παιχνίδι των παιδιών, μπορεί να τους προσφέρει επίσης πάρα πολλά, και μάλιστα χωρίς «παρενέργειες».
Το παιχνίδι είναι ένα σημαντικότατο κομμάτι στη ζωή των παιδιών από τη βρεφική ηλικία έως την εποχή της ενηλικίωσης.
Είναι τόσο απαραίτητο για την προσωπική και κοινωνική ολοκλήρωσή τους, για την ψυχική και σωματική τους ανάπτυξη και για τη διανοητική και αισθητική τους εξέλιξη, επειδή με το παιχνίδι ένα παιδί:
1. Αποφορτίζει τις ψυχικές εντάσεις
Όταν τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να παίξουν με σχετική ελευθερία και χωρίς πίεση χρόνου, δημιουργούν μια κατάσταση έντασης και εγρήγορσης και βυθίζονται μέσα στη φανταστική πραγματικότητα που δημιουργούν με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα όσα φαντάζονται, αισθάνονται, επιθυμούν εκείνη τη στιγμή να βιώνονται ως αληθινά. Ταυτόχρονα, δεν παύουν ούτε στιγμή να ξέρουν ότι παίζουν και να έχουν επίγνωση των ορίων του παιχνιδιού. Αυτή είναι μια κατάσταση που, στην παιδική ηλικία τουλάχιστον, μόνο με το παιχνίδι μπορεί να επιτευχθεί και η οποία δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να «ξαναζήσουν» ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές, να ανακαλέσουν «καλά» και «κακά» συναισθήματα και να επεξεργαστούν με τον τρόπο τους όσα ζουν καθημερινά. Να τα αναπλάσουν, δηλαδή, να τα μεταφέρουν σε μια «γλώσσα» που τους είναι πιο προσιτή, να τα συνδέσουν με άλλα πράγματα που γνωρίζουν και έχουν ζήσει και με τον τρόπο τους να τα αξιολογήσουν και να τα αφομοιώσουν. H χαρά, η λύπη, ο ενθουσιασμός, η προσδοκία, η απογοήτευση, ο φόβος, ο θαυμασμός, η ζήλια, η ντροπή, η περηφάνια, όλα τα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει ένα παιδί ξαναβιώνονται με τρόπο καθαρτικό στο παιχνίδι, ώστε να μειώνονται οι εντάσεις και να μη συσσωρεύονται.
2. Αναγνωρίζει την αναγκαιότητα των κανόνων
Το παιχνίδι υπόκειται πάντα σε κάποιους κανόνες, τους οποίους το παιδί είναι υποχρεωμένο να τηρήσει για να μην το «χαλάσει». Το παιδί βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου είτε επιλέγει μόνο του τους κανόνες είτε πειθαρχεί με τη θέλησή του σε κάποιους, επειδή θέλει να παίξει. Βιώνει, δηλαδή, και αναγνωρίζει «από πρώτο χέρι» την αναγκαιότητα της ύπαρξης ή της επινόησης και της τήρησης κανόνων για να πραγματοποιηθεί κάτι που το ευχαριστεί, για να γίνει αποδεκτό από μια ομάδα και για να πετύχει έναν σκοπό. Ταυτόχρονα παίρνει «μάθημα ηθικής», καθώς, στα ανταγωνιστικά τουλάχιστον παιχνίδια, είναι υποχρεωμένο να παραμείνει προσκολλημένο στους κανόνες παρά την επιθυμία του να νικήσει.
3. Αναπτύσσει συναισθηματική νοημοσύνη
Στα παιχνίδια με τους άλλους το παιδί μαθαίνει να δημιουργεί και να διατηρεί σχέσεις, να υπολογίζει και να σέβεται τους συμπαίκτες, αλλά και να υπερασπίζεται τον εαυτό του και την ανάγκη του για συντροφιά ή απομόνωση. Μαθαίνει να χτίζει και να αξιολογεί φιλίες, να εμπιστεύεται και να προστατεύει τον εαυτό του από σχέσεις που το βλάπτουν. Ζει την εμπειρία της μοιρασμένης χαράς και λύπης, την ικανοποίηση της συνεργασίας, την αίσθηση της δύναμης που δίνει το να ανήκεις σε μια ομάδα και τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται.
4. Μαθαίνει πώς να μαθαίνει
Με το παιχνίδι το παιδί φαντάζεται και δημιουργεί. Παίζοντας καλείται να επιστρατεύσει ό,τι ξέρει για να «στήσει» το παιχνίδι του, να φανταστεί πράγματα και καταστάσεις που δεν υπάρχουν, προκειμένου να το εμπλουτίσει και να του δώσει ένταση. Για να φτιάξει τον κόσμο του παιχνιδιού του πλάθει, χτίζει, παριστάνει, επινοεί, μετατρέπει. H φαντασία, χρησιμοποιώντας την έμφυτη περιέργεια και ικανότητα για μάθηση, απογειώνεται με σκοπό να γίνει το παιχνίδι πιο ελκυστικό. Ταυτόχρονα το παιδί «φέρνει στα μέτρα του» τον πραγματικό κόσμο, ανοίγει δρόμους για να τον κατανοήσει. H έντονη «δράση» της φαντασίας στο παιχνίδι των μικρών παιδιών είναι ο προάγγελος της κατανόησης και της δημιουργικής μάθησης.
5. Αποκτά αυτογνωσία
Στα παιχνίδια μίμησης και μεταμφίεσης το παιδί μπαίνει σε ρόλους ξένους προς αυτό, δοκιμάζοντας έτσι τις δυνατότητές του, αλλά και γνωρίζοντας τα όριά του. Πραγματοποιεί κρυφές ή φανερές επιθυμίες και χαίρεται κάνοντας πράγματα που δεν μπορεί να τα κάνει όταν είναι ο «αληθινός» εαυτός του και δεν προσποιείται.
6. Ελέγχει το σώμα του
Σε κάποια παιχνίδια, κυρίως κινητικά, το παιδί αφήνεται στην ευχαρίστηση που προκαλεί η ακραία σωματική διέγερση: ο ίλιγγος όταν στριφογυρίζει πολύ γρήγορα, όταν πηδάει από ψηλά, φτάνει ψηλά κάνοντας κούνια, κάνει βουτιές στο νερό, σκαρφαλώνει ή κατρακυλάει επιταχύνοντας σε μια κατηφόρα. Τάσεις βίαιες και καταστροφικές εκτονώνονται ακίνδυνα στο παιχνίδι όταν το παιδί γκρεμίζει τον πύργο που έφτιαξε, ψαλιδίζει τη ζωγραφιά του, κουρεύει την κούκλα του, διαλύει ένα μηχανικό παιχνίδι για να δει πώς είναι το εσωτερικό του.
Η απαρίθμηση των θετικών συνεπειών του παιχνιδιού θα μπορούσε να συνεχιστεί: Δεν αναφερθήκαμε στην αξία του παιχνιδιού για τη σωματική ανάπτυξη, την αντίληψη του χώρου και του χρόνου, την ικανότητα για συγκέντρωση και εστίαση της προσοχής, την εμπειρία της ανιδιοτέλειας και της μη σκοπιμότητας, την αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας που χαρακτηρίζει ορισμένα είδη παιχνιδιού και πολλά άλλα.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς
Ποιοι είναι, όμως, οι λόγοι που κάνουν τους γονείς συνυπεύθυνους για κάτι που «κανονικά» δε θα έπρεπε να τους απασχολεί παρά μόνο περιφερειακά; Το πρόβλημα είναι ότι οι συνθήκες της ζωής (ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, όπου ζουν και τα περισσότερα παιδιά) κάνουν τα παιδιά να εξαρτώνται από τους ενηλίκους για να μπορέσουν να παίξουν, εφόσον δεν μπορούν —παρά μόνο πολύ περιορισμένα— να κινηθούν μόνα τους στην περιοχή όπου ζουν.
Για να υπάρξει, για να δημιουργηθεί παιχνίδι, χρειάζονται
ένα ή περισσότερα παιδιά,
ένας χώρος προστατευμένος από κινδύνους, αλλά και από ενηλίκους που ασκούν διαρκή έλεγχο,
χρόνος αρκετός και απερίσπαστος, τόσος ώστε να μπορεί να εξελιχθεί η δράση του παιχνιδιού και να υπάρξει κάποια κορύφωση (δηλαδή να μη μένει το παιχνίδι συνέχεια στην αρχή ή στη μέση) και, ενδεχομένως,
κάποια παιχνίδια ή αντικείμενα που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως παιχνίδια, χωρίς όμως αυτά να είναι πάντοτε απαραίτητα.
Το μόνο από αυτά που διαθέτει η πλειοψηφία των παιδιών, σε βαθμό υπερβολής, είναι και το λιγότερο αναγκαίο: τα παιχνίδια.
Αυτό που μπορούν να κάνουν οι γονείς είναι να εκτιμήσουν το παιχνίδι ως κάτι απόλυτα αναγκαίο και πολύτιμο για τα παιδιά και να το αφήσουν να έχει τον χώρο του και, κυρίως, τον χρόνο του μέσα στο καθημερινό τους πρόγραμμα.
Μπορεί η δεύτερη ή η τρίτη γλώσσα, το μάθημα πιάνου, η κολύμβηση να είναι απαραίτητα εφόδια για τα παιδιά, αλλά δεν είναι ευκαιρίες που χάνονται για πάντα αν δε γίνουν στην παιδική ηλικία. Αν δε μάθεις τάε κβον ντο στα έξι σου χρόνια, μπορείς να μάθεις στα 26 (αν το χρειαστείς), μπορείς να μάθεις κιθάρα στα 60, αν το θελήσεις, και να κολυμπάς σαν θαλασσόλυκος, έστω και αν δεν έχεις μάθει τις σωστές κινήσεις στο κολυμβητήριο.
Δε θα έχεις όμως ποτέ την ευκαιρία να ξαναπαίξεις σαν παιδί, αν δεν προλάβεις να παίξεις στην παιδική σου ηλικία.
Παιχνίδι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου