Η παγκόσμια κοινότητα σε όλα τα επίπεδα ζει σε ένα συγκρουσιακό περιβάλλον, συμπεριφέρεται με επιθετικότητα και βία.
Η σχολική κοινότητα δε μένει ανεπηρέαστη και αναπαράγει την ευρύτερη κοινωνική και οικογενειακή βία.
Η βία και η επιθετικότητα μεταξύ μαθητών στην εκπαίδευση αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και διαρκώς αυξανόμενα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σχολείο και κατ’ επέκταση η κοινωνία, όπως παραδέχονται όλοι όσοι, επαγγελματίες ή μη, συναναστρέφονται μαθητές. Το φαινόμενο σημειώνει αύξηση παγκοσμίως, ιδίως μεταξύ παιδιών 8-15 ετών.
Πρόκειται για ζήτημα στο οποίο η κοινωνία οφείλει να εγκύψει με επείγουσα δράση, έγκαιρη πρόληψη και διαπαιδαγώγηση, αφού ανυπολόγιστες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη του παιδιού και του εφήβου. Εκπαιδευτικοί, μα και γονείς, δείχνουν αδύναμοι να παρέμβουν αποτελεσματικά μέσα σε ένα σχολικό σύστημα χωρίς όραμα και συνοχή, που στερείται πρόσβαση σε υποστηρικτικές υπηρεσίες. Παρατηρείται δε πως, παρά τη σαφή αύξηση του φαινομένου, τα περιστατικά τείνουν να διαφεύγουν την προσοχή, να παραγνωρίζονται ή και να αποσιωπώνται.
Τη νέα μορφή και χροιά επιθετικότητας μεταξύ νέων στη χώρα μας περιγράφει, μεταξύ άλλων, η καθηγήτρια Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, η οποία στάθηκε η εμπνεύστρια της δημιουργίας Εθνικής Επιτροπής Μελέτης Ομαδικής Ενδοσχολικής Βίας με αφορμή τις συγκλονιστικές περιπτώσεις του φόνου του Άλεξ στη Βέροια και τον βιασμό της μαθήτριας στην Αμάρυνθο. Υπενθυμίζει πως η βία υπήρχε από παλιά μεταξύ των μαθητών, όμως έξω από τα σχολεία, υπό τη μορφή «μονομαχίας» ή ομάδας κατά ομάδας. Ακόμη, υπήρχαν σε περιοχές ομάδες «πετροπόλεμου» μεταξύ συνοικιών που συγκρούονταν εκούσια και φυσικά στο ύπαιθρο. Αντίθετα, σήμερα η βία διεξάγεται μέσα στο σχολείο και είναι άνανδρη, διότι η ομάδα εφαρμόζει βία κατά ενός μαθητή —κατά κανόνα όχι επιθετικού, σωματικά αδύναμου, καλού στα μαθήματα— παρά τη θέλησή του.
Ως σχολική βία ορίζεται η επιβολή βούλησης, απειλή εκφοβισμού, κακομεταχείρισης, κακοποίηση, προσβολή, πρόκληση βλάβης, ζημίας και φθοράς που συμβαίνουν στον σχολικό κυρίως χώρο από μέλη της μαθητικής κοινότητας και από εξωσχολικούς. Ως άμεσες, φανερές μορφές επιθέσεων καθορίζονται η λεκτική, ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική βία, οι βανδαλισμοί, ενώ υφίσταται και η κοινωνική απομόνωση ως αφανής μη άμεση βία.
Κατά την άποψη του Συνηγόρου του Παιδιού, που έχει υποβάλει σειρά προτάσεων στην πολιτεία προκειμένου να εφαρμοστούν ειδικές δράσεις που εστιάζουν στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας, χρειάζεται πρωτίστως να διασφαλιστούν συνθήκες γενικότερης λειτουργικότητας και ξεκάθαροι κανόνες ευνομίας στη σχολική κοινότητα και να αναπτυχθεί κλίμα συνεργασίας, συμμετοχής και αλληλοσεβασμού ανάμεσα στα μέλη της. Μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό έχει ο διευθυντής του σχολείου, που θα πρέπει να βρίσκεται κοντά σε εκπαιδευτικούς και μαθητές. Ως ειδικότερη καλή πρακτική προτείνεται από τον Συνήγορο η σύσταση ομάδων διαμεσολάβησης από μαθητές.
Εύλογη ανησυχία προκαλούν τα ποσοτικά-ποιοτικά χαρακτηριστικά της βίας μεταξύ ανηλίκων, αν και δεν έχει τις διαστάσεις που προσδίδουν συχνά όσο και αποσπασματικά τα ΜΜΕ, υποστηρίζει ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κωστής Παπαϊωάννου, που επισημαίνει ότι ιδιαίτερης προσοχής χρήζει η αποφυγή «δαιμονοποίησης» των παιδιών και των εφήβων.
Σε έρευνα της Εθνικής Επιτροπής το 2008 οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί σημειώνουν την αδυναμία του σχολείου να ανταποκριθεί στις ανάγκες των μαθητών, την έλλειψη οράματος που το διαπνέει και την αναγκαιότητα επικέντρωσης στην εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων. Σε έρευνα του ΕΚΚΕ το 2007 ένα 63% των παιδιών του Δημοτικού, 51% του Γυμνασίου και 36% του Λυκείου δηλώνουν ότι υπάρχουν παιδιά που τους συμπεριφέρονται άσχημα στο σχολείο. Τα παιδιά ανέφεραν ότι έχουν βιώσει εκδηλώσεις βίας και ως αμέτοχοι θεατές: Τα μισά (53%) έχουν δει παιδιά να απειλούν κάποιο άλλο στο σχολείο.
«Τι θέλετε να κάνουμε;»
Οι διευθυντές και οι εκπαιδευτικοί, ωστόσο, αν και καταγράφουν ως αυξανόμενη την επιθετικότητα, την αντιμετωπίζουν —όπως και η πλειονότητα των μαθητών— ως φυσικό και αναπόφευκτο φαινόμενο, ενώ αναφέρουν μόνο κατασταλτική αντιμετώπιση της βίαιης συμπεριφοράς και μόνο σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις. Συχνές απαντήσεις εκπαιδευτικών είναι: «Τι θέλετε να κάνουμε», «έτσι είναι τα παιδιά», «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε με τους γονείς που έχουν».
Το διακρατικό πρόγραμμα «Δάφνη» για την ενδοσχολική βία και τον εκφοβισμό (της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας Παιδιού και Εφήβου) πραγματοποίησε παρεμβάσεις σε Δημοτικά και είχε σημαντικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, μειώθηκαν από 28% σε 5,26% τα θύματα που δεν αναφέρουν πουθενά το πάθημά τους. Ενδεικτικό είναι, όμως, πως τόσο οι μαθητές-θύματα όσο και οι μαθητές-θύτες θεωρούν ότι οι δάσκαλοι προσπαθούν να παρέμβουν μόνο στο ένα τρίτο των περιπτώσεων. Οι δάσκαλοι, αντίθετα, δήλωσαν ότι βοηθούν τις περισσότερες φορές (79,4%). Η πλειοψηφία των γονέων, τέλος, το 66,67%, αν και σε αυτούς μιλούν πρώτα τα θύματα κατά 55%, δε μιλά με το σχολείο για να σταματήσουν καταστάσεις εκφοβισμού.
Σχολική βία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου