5 Ιαν 2021

Τηλεκπαίδευση και βούληση για ζωή

Η δυναμική, τα πρώτα συμπεράσματα και οι προοπτικές του νέου μοντέλου που επέβαλε η πανδημία:

Του Αθανάσιου Αλεξανδρίδη
Ψυχίατρος, παιδοψυχίατρος

Το «τήλε-», το «από μακριά», είχε από παλιά μπει στη ζωή μας. Το τηλέ-φωνο και η τηλε-όραση «από αιώνων», το τηλε-σεξ, η τηλε-εργασία, η τηλε-εκπαίδευση μπήκαν την τελευταία δεκαπενταετία εξαιρετικά δυναμικά.

Ας επικεντρωθούμε στην τηλεκπαίδευση, που δεν περίμενε την πανδημία για να υπάρξει! Εδώ και αρκετά χρόνια πολλά πανεπιστήμια ανά τον κόσμο είχαν αναπτύξει, με επιτυχία παιδαγωγική, ερευνητική και οικονομική, πλήρη προγράμματα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών. Σχεδόν όλα συνδύαζαν μια κάποια «υβριδική» μορφή διδασκαλίας, δηλαδή συνδυασμό φυσικής παρουσίας ορισμένες φορές τον χρόνο στην έδρα του πανεπιστημίου και διαδικτυακής τον υπόλοιπο καιρό.

Η τηλεκπαίδευση και η τηλεργασία αποτελούν συνιστώσες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Τις είχε εισαγάγει σταδιακά, δυναμικά και ως επιλογή μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Η πανδημία ήρθε να τις επιβάλει ακαριαία. Ποια είναι η δυναμική, ποιο το μέχρι τώρα αποτέλεσμα, ποιες οι προοπτικές;

Από τη θέση μου ως παιδοψυχιάτρου και ψυχαναλυτή έχω την ευκαιρία να μιλήσω με πολλούς γονείς, εκπαιδευτικούς, ψυχοθεραπευτές, παιδιά και —ίσως— έχω κάποια εικόνα και γνώμη για το τι συμβαίνει στον χώρο της προσχολικής και σχολικής εκπαίδευσης.

Ας ξεκινήσω από τη δυναμική, για να πω ότι αυτή είναι χαμηλή λόγω της έλλειψης υποδομών σε όλα τα επίπεδα: αντικειμενικό, υποκειμενικό, συλλογικό.

Στο αντικειμενικό επίπεδο:
Όλα σχεδόν τα δημόσια σχολεία τις χώρας έχουν ελάχιστους και απαρχαιωμένους υπολογιστές.
Ο εξοπλισμός των οικογενειών είναι ευθέως ανάλογος των οικονομικών τους δυνατοτήτων.
Τα δίκτυα της χώρας είναι χαμηλού επιπέδου και εντελώς διαφορετικής απόδοσης στις διάφορες περιοχές.

Η ανεπάρκεια και η ανισότητα έγιναν αντιληπτές από την πρώτη ανοιξιάτικη περίοδο εγκλεισμού και τηλεκπαίδευσης, που στην πραγματικότητα δεν ήταν εκπαίδευση αλλά «τηλε-κράτημα» των μαθητών, ελπίζοντας στην καλοκαιρινή απελευθέρωση. Μέσα στον ενθουσιασμό του success story, που τόσο το είχε ίσως ανάγκη ο λαός μας, το υπουργείο Παιδείας δεν έδωσε τη δέουσα εντολή προς τους εκπαιδευτικούς να ετοιμάσουν το καλοκαίρι την απαραίτητη και πολύ εκτεταμένη «ύλη» που απαιτείται για την τηλεκπαίδευση και δε φρόντισε για την επιμόρφωσή τους στη χρήση των διαδικτυακών προγραμμάτων.

Η ίδια πολιτική «άρνησης του προαναγγελθέντος κακού» ίσχυσε και κατά την έναρξη, με φυσική παρουσία των μαθητών, του σχολικού έτους, ενώ η περίοδος αυτή έπρεπε ουσιαστικά να χρησιμοποιηθεί για την προετοιμασία μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων για τον επερχόμενο εγκλεισμό.

Μην εκπλήσσεσθε που μιλώ για τους γονείς! Χωρίς τη συνδρομή τους η τηλεκπαίδευση είναι αδύνατη, για διαφορετικούς μεν, ουσιαστικούς δε, λόγους σε όλες τις ηλικίες.


Ο δεύτερος εγκλεισμός και η δεύτερη τηλεκπαίδευση βρήκαν τις οικογένειες, τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς σε τελείως διαφορετική κατάσταση ετοιμότητας, ανάλογα με το πόσο είχαν πεισθεί όσον αφορά την παράταση και επιδείνωση της πανδημίας και το πόσο είχαν αποφασίσει να την αντιμετωπίσουν ως συνθήκη ευκαιριών για την εξέλιξή τους και την παραμονή τους ως ικανά και εκσυγχρονισμένα άτομα στη μετά τον κορονοϊό κατάσταση.

Εννοείται ότι μια τέτοια στάση είχε άμεσες θετικές συνέπειες στην ψυχική οργάνωση των ίδιων, των οικογενειών τους και των ομάδων (εργασιακών και άλλων) στις οποίες ανήκουν: η ενεργητική στάση λειτούργησε ως ανάχωμα στην καταθλιπτική διάθεση που η αντικειμενικά δυσχερής κατάσταση προκαλεί, ενίσχυσε την αυτοεκτίμηση και την αναγνώριση από τους άλλους, εκπαίδευσε τα παιδιά στο πόσο είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε την αλήθεια των καταστάσεων και κατά συνέπεια να έχουμε τους αντίστοιχους φόβους και όχι υπερβολικό πανικό ή παραλυτική αγνωσία φόβου, ενεργοποίησε την τάση σύνδεσης με τους άλλους ομοίους και φίλους προς τον καλό σκοπό, ενίσχυσε λόγω του επείγοντος του προβλήματος την τάση για «γνώση» που όλοι έχουμε μέσα μας από τη γέννησή μας. Τέτοιες θετικές αντιδράσεις υπήρξαν σε αρκετές οικογένειες.

Αντίστοιχες θετικές αντιδράσεις υπήρξαν, όπως ήταν αναμενόμενο, στις οργανωμένες ομάδες που σκοπεύουν στην επιτυχία και στο κέρδος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα σχολεία, φροντιστήρια, ινστιτούτα ιδιωτικής εκπαίδευσης, που άμεσα αναγνώρισαν τις νέες ανάγκες και επένδυσαν στον ανταγωνιστικό, αλλά τελικά τόσο χρήσιμο, εκσυγχρονισμό τους.

Όμως το πιο συγκινητικό παράδειγμα έχει προκύψει από τη μεριά των ίδιων των εκπαιδευτικών, ανεξάρτητα αν ανήκουν στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, που στη μεγάλη τους πλειονότητα κινητοποιήθηκαν αυτοβούλως για να αλληλοεπιμορφωθούν, για να εκσυγχρονίσουν τις γνώσεις τους και —αν τους ήταν εφικτό— ακόμη και τα μηχανήματά τους. Ενίσχυσαν τη μεταξύ τους, κυρίως διαδικτυακή, επικοινωνία και μια περιήγηση στο διαδίκτυο θα σας καταπλήξει από το πλήθος των ομάδων των εκπαιδευτικών που ανταλλάσσουν αρχεία, συμβουλές παιδαγωγικές, προσφέρουν ψυχολογική υποστήριξη, καμιά φορά ακόμη και ένα καλώδιο σε κάποιον που το έχει ανάγκη. Αν, δικαίως, οι διακριτοί ήρωες αυτής της περιόδου είναι οι υγειονομικοί, διακριτικοί αλλά όχι λιγότερο σημαντικοί ήρωες είναι οι εκπαιδευτικοί.

Ανέφερα παραπάνω τις θετικές επιπτώσεις μιας ενεργητικής στάσης εξέλιξης και προόδου και φαντάζομαι ότι είναι εύκολο να φαντασθείτε τις συμμετρικές αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχοκοινωνικό τομέα. Εκτός από αυτές, ιδιαίτερα στα παιδιά, έχει διαπιστωθεί αυτή την περίοδο μεγάλη ανάπτυξη φόβων και φοβιών, ψυχοσωματικών εκδηλώσεων, διάσπασης προσοχής, καταθλιπτικών κινήσεων και επιθετικότητας —αυτή η τελευταία δυστυχώς και λόγω του τεταμένου κλίματος που υπάρχει μέσα στην κοινωνία και σε πολλές οικογένειες. Ας το σκεφθούμε πολύ απλά: το ίδιο σπίτι είναι πια πιο «μικρό», πιο «στενό», δεν το κατοικούμε με τον ίδιο τρόπο, αφού πριν λείπαμε πολλές ώρες, γυρίζοντας σε αυτό από «κάπου αλλού», στο οποίο ίσως είμαστε και «κάπως αλλιώς» ή ακόμη και «κάποιος άλλος».

Στο σημείο αυτό νομίζω βρίσκεται η σημαντική αποστέρηση που βιώνουν όλα τα παιδιά λόγω του κλεισίματος των σχολείων. Το σχολείο είναι ένας χώρος δυναμικός που, αν σέβεται τον εαυτό του και το παιδί, κρατάει «κάπως έξω» την οικογένεια, δίνοντας την ευκαιρία στα παιδιά να δοκιμάσουν εκεί σωματικές, νοητικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δεξιότητες διαφορετικές «κάπως ή πολύ» από αυτές που γνωρίζουν οι οικείοι τους. Απέναντι στους γελοίους φόβους «υπερευαίσθητων γονέων» που αγωνιούν ότι πίσω από την ιατρική μάσκα τα παιδιά τους θα χάσουν την ταυτότητά τους, θέλω να πω ότι συνεχώς τα παιδιά φορούν «μάσκα», δείχνοντας προς τους γονείς και τους άλλους διάφορα πρόσωπά τους, περισσότερο αληθινά, ψευδή ή εν εξελίξει! Το σχολείο είναι το μεγάλο πεδίο πειραματισμού «ταυτοτήτων» που ως «άλλος γονέας» τον επιτρέπει, τον πριμοδοτεί, τον επιθυμεί.

Πολλά θα μπορούσαν να γραφούν αν προχωρούσαμε στη μεθοδική ανάλυση των ψυχικών συνεπειών από τα διάφορα συστήματα τηλεκπαίδευσης που μέχρι τώρα χρησιμοποιούνται. Είναι βέβαια κάτι σε εξέλιξη, αλλά συνοπτικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί με πολλά παραδείγματα ότι η τηλεκπαίδευση είναι αδύνατο να εφαρμοσθεί στα παιδιά που πηγαίνουν στο προνήπιο και στο νηπιαγωγείο. Η μόνη «τηλε-λύση» για αυτά θα ήταν η τηλεκπαίδευση των γονέων τους, ώστε να κάνουν οι ίδιοι στη συνέχεια τους νηπιαγωγούς για τα παιδιά τους.

Για τα παιδιά του δημοτικού, ειδικά των πρώτων τάξεων, οι δάσκαλοι προσπαθούν να κάνουν ένα είδος προσομοίωσης σαν το μάθημα να γίνεται στην τάξη, πράγμα αδύνατο και ιδιαίτερα στερητικό και για τα παιδιά και για τους δασκάλους. Κατά τη γνώμη μου, ο «παλιός» τρόπος πρέπει ουσιαστικά να εγκαταλειφθεί, προσωρινά και εν μέρει οριστικά. Για τις μικρές τάξεις οι δάσκαλοι πρέπει να γίνουν περισσότερο αφηγηματικοί, με λόγο και θεατρικότητα. Είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσουν το ενδιαφέρον των παιδιών ζωντανό μπροστά σε μια οθόνη. Για τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων νομίζω ο δρόμος είναι τα «πρότζεκτ»: τα παιδιά, οργανωμένα σε μικρές ομάδες, αναλαμβάνουν να κάνουν έρευνα σε κάποιο θέμα και με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται η διαθεματική έρευνα και σκέψη.

Για το γυμνάσιο και σταδιακά για το λύκειο οι μαθητές πρέπει να αρχίσουν να εξοικειώνονται με την απόσυρση της εικόνας του καθηγητή και τη θέση του να παίρνει η οθόνη που θα παρουσιάζει τα αρχεία που η φωνή, ο λόγος του καθηγητή, θα αναπτύσσει. Είναι αναμενόμενο ότι πολλοί μαθητές θα δυσκολευθούν πολύ με αυτό το μοντέλο διδασκαλίας. Είναι τα παιδιά για την εκπαίδευση των οποίων απαιτείται φυσική παρουσία, μήπως λοιπόν είναι και τα παιδιά που δε θα πρέπει να προσανατολισθούν σε σπουδές με αφηρημένες έννοιες;

Ας κλείσω με δύο προτάσεις:

1 Τα σχολεία πρέπει πρωτίστως για αναπτυξιακούς και δευτερευόντως για μαθησιακούς λόγους να ανοίξουν το συντομότερο, έστω και με περιορισμένη και εκ περιτροπής παρουσία των μαθητών.

2 Η εκπαίδευση πρέπει, ενσωματώνοντας τις καλές και πολλές δυνατότητες των ψηφιακών συστημάτων, να φθάσει σε ένα σημείο συνεχών «υβριδικών» μαθημάτων με φυσική παρουσία στην τάξη και ταυτόχρονη χρήση του υπολογιστή από μαθητή και εκπαιδευτικό. Αυτό μόνο θα οδηγήσει τα παιδιά μας και την κοινωνία μας σε μια αξιόμαχη θέση μέσα στην 4η βιομηχανική επανάσταση.

Όμως γι’ αυτό χρειάζονται άμεσα σοβαρότατες επενδύσεις στην Παιδεία και βούληση για ζωή, γιατί ζωή για τον άνθρωπο σημαίνει συνεχή εξέλιξη στην πολυπλοκότητα.

COVID-19Εκπαίδευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα