Της Αννίτας Λουδάρου
Ψυχοθεραπεύτρια, ann-lou.blogspot.com
Κάθε απόγευμα μια δεκάχρονη μικρή διαβάζει κι εγώ βράζω από τον θυμό μου. Αποστηθίζει λέξεις που δεν κατανοεί χωρίς να ρωτάει την έννοιά τους. Κόβει τον κόσμο και τον καταπίνει αμάσητο. Προφανώς κανείς ποτέ δεν την έμαθε να ρωτάει. Σκέφτομαι στο σχολείο τη δασκάλα να αγκομαχά να τελειώσει την αδυσώπητη ύλη. Πού χρόνος για ερωτήσεις και απαντήσεις. Αυτά είναι γι’ αυτούς που θέλουν να μάθουν να σκέφτονται. Αποστηθίζει την Ιστορία, τη Γεωγραφία. Όταν πάει να γράψει μια πιο σύνθετη σκέψη γράφοντας μια πιο σύνθετη πρόταση, μπερδεύεται.
Βλέπω τα παιδιά να δυσκολεύονται. Τα πιο αδύναμα να πασχίζουν βασανιστικά να πιάσουν τους πιο δυνατούς. Κι όλοι μαζί να λουφάζουν, να υποστέλλουν τη σημαία της φιλομάθειας, της αναζωογονητικής περιέργειας. Να νιώθουν σαν επιβάτες σε ένα τρένο που τους πάει μακριά σε χώρες στείρες και ξερές, μακριά από τους θρεπτικούς χυμούς της αληθινής γνώσης. Να βαριούνται, να αδιαφορούν, να μισούν. Να χάνουν ψιχουλάκι ψιχουλάκι την έμφυτη ανάγκη για εξερεύνηση του κόσμου. Να παρασύρονται στη δική μας δίνη, να εσωτερικεύουν τις τρύπες μας, να αδειάζουν από ουσία.
Τη βλέπω να βάζει στη σάκα της τα βιβλία. Ένα από τα έξι της Γλώσσας, ένα από τα πέντε των Μαθηματικών, ένα Ιστορίας γραμμένο από κάποιον που μάλλον είχε μισήσει πολύ την Ιστορία ή τα παιδιά που διαβάζουν Ιστορία. Ένα Θεατρικής Αγωγής που δε θα το ανοίξουν και πάλι σήμερα γιατί η ύλη δε θα το επιτρέψει, ένα Φυσικής Αγωγής για τις ασκήσεις που θα μπορούσε μόνη της να κάνει αν είχε ελεύθερο χρόνο. Πολλά βιβλία που δε θα ανοίξουν ποτέ. Γραμμένα με τα λεφτά από τα κοινοτικά κονδύλια. Από ανθρώπους που αρπάξανε τότε πολλά λεφτά και που τώρα δεν είμαι καν σίγουρη πως μάθανε τουλάχιστον να μη μιλάνε. Μερικοί δάσκαλοι προσπαθούν, δίνουν τα δικά τους φυλλάδια. Αλλά αυτό δεν αρκεί.
Τη βλέπω να μαζεύει τα τετράδιά της. Αυτά που περιέχουν τα πρώτα της βήματα στη μαγική χώρα του Λόγου. Τις λέξεις, τα επιχειρήματα, τις σκέψεις της. Και θέλω να της ζητήσω συγνώμη που εξακολουθώ να την αφήνω απροστάτευτη να σκορπίζεται άσκοπα, να μπαίνει κι αυτή σαν ένα μικροσκοπικό λιθαράκι σε μια ιστορία θλιβερής πραγματικότητας που μας σφίγγει όλο και πιο βάρβαρα.
Να της πω πως ονειρεύομαι να τη δω να περπατά ελεύθερη στα λιβάδια, κρατώντας τη ζωή στα χέρια της. Να μη φοβάται να μιλήσει, να διεκδικήσει, να θυμώσει, να αγαπήσει.
Να της πω πως ονειρεύομαι να τη δω ν’ ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της και της καρδιάς της για να δώσει βοήθεια στον αδύναμο, αγάπη στον φίλο της.
Να της πω πως ονειρεύομαι να τη δω να αναλαμβάνει ρίσκο για να μπορέσει να περπατήσει σε δρόμους ωραίους και φωτεινούς, γιατί οι δρόμοι δεν πάνε πάντα από τα σίγουρα. Να περπατήσει άφοβα σε δρόμους που οι άνθρωποι δοκιμάζουν να συνδεθούν, να δώσουν και να πάρουν.
Τη βοηθώ να φορέσει τη σάκα της στην πλάτη και παρακαλώ από μέσα μου να γίνει σήμερα το θαύμα. Όπως τότε, χρόνια πολλά πριν, που είχαμε κανονίσει στην ώρα των «φιλολογικών» να μην κάνουμε μάθημα. Μέρες πριν ο δάσκαλος μάς είχε γράψει σ’ ένα χαρτάκι: «Ν. Καββαδίας “Μαραμπού”». Σαν συνθηματικό το νιώσαμε. Συνθηματικό ήταν. Δυο ώρες εκεί. «Μαραμπού», «Πούσι», «Η βάρδια»· απαγγελία από το στόμα δωδεκάχρονων παιδιών. Τα τραγούδια ενδιάμεσα. Απαγγελίες του ποιητή σ’ ένα κασετόφωνο που είχαμε φέρει από το σπίτι. Και για διακόσμηση αφίσα με θέμα από πίνακες του Τσαρούχη. Δυο ώρες δε μίλησε κανείς.
Αυτό το συνθηματικό περιμένω κάθε μέρα. Για να πάψω να νιώθω πως κρεμώ στην τσάντα της τη συνεχόμενη ανημπόρια μας για ένα καλύτερο αύριο. Γι’ αυτό το αύριο που μεγαλώνει σήμερα στα πόδια μας, δίπλα μας. Ένα δίπλα μας τόσο μακριά ακόμη από τις δυνατότητές μας. Ένα συνθηματικό που να με κάνει να ελπίσω ξανά πως τα δεκάχρονα παιδιά θα αρχίσουν να μαθαίνουν πως οι φίλοι, οι δάσκαλοι είναι μνήμες. Και πως, όπως η ποίηση, δε βρίσκονται μόνο στα βιβλία αλλά στα πρόσωπα και στα έργα των ανθρώπων. Στον κόσμο.
Εκπαίδευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου